κυνικός

κυνικός
-ή, -ό (AM κυνικός, -ή, -όν) [κύων]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.)
2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα»)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον Αντισθένη («Κράτητι τῷ κυνικῷ», Διογ.Λαέρ.)
4. αναίσχυντος, ασύστολος, αναιδής («κυνικός τρόπος»)
5. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κυνικοί
κύκλος φιλοσόφων που αποτελούσαν σχολή τής οποίας ιδρυτής ήταν ο Αντισθένης και οι οποίοι υποστήριζαν ότι θεμέλιο για την ευτυχία και την αρετή είναι η «επιστροφή στη φύση» με μια απλή ζωή που θα περιορίζεται στην ικανοποίηση τών στοιχειωδών αναγκών τού ανθρώπου και με την περιφρόνηση τών κοινωνικών συμβατικοτήτων και κανόνων τής εποχής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κυνόδοντες (α. «κυνικὸς μυς» β. «κυνικός βόθρος»)
αρχ.
φρ. «κυνικός σπασμός» — μονόπλευρη παράλυση τού προσώπου.
επίρρ...
κυνικώς και -ά (AM κυνικῶς)
με κυνικό τρόπο, αισχρά, αναίσχυντα
μσν.-αρχ.
σύμφωνα με τη διδασκαλία τών Κυνικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνικός — dog like masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκυλί, ο σκυλίσιος. 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσοφική σχολή του σωκρατικού Αντισθένη, που είχε ονομαστεί «κυνική». 3. αναιδής, αισχρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κυνικά — κυνικός dog like neut nom/voc/acc pl κυνικά̱ , κυνικός dog like fem nom/voc/acc dual κυνικά̱ , κυνικός dog like fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνικώτερον — κυνικός dog like adverbial comp κυνικός dog like masc acc comp sg κυνικός dog like neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνικῶν — κυνικός dog like fem gen pl κυνικός dog like masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνικόν — κυνικός dog like masc acc sg κυνικός dog like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο …   Dictionary of Greek

  • κυνικαῖς — κυνικός dog like fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνικαί — κυνικός dog like fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”